- ἀμυστί
- ἀμυστίSee also: μύωPage in Frisk: --
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ἀμυστί — ἀμυστί̱ , ἀμυστί without closing the mouth indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυστί — ἀμυστὶ επίρρ. (Α) δίχως αναπνοή, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια». ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις] … Dictionary of Greek
άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] … Dictionary of Greek
εκμυστίζω — ἐκμυστίζω (Μ) πίνω αμυστί, χωρίς να πάρω ανάσα … Dictionary of Greek
εξαμυστίζω — ἐξαμυστίζω (Α) πίνω αμυστί, απνευστί, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αμυστίζω «πίνω μονορούφι»] … Dictionary of Greek